στόμα

στόμα
-ατος + τό N 3 49-93-84-185-78=489 Gn 4,11; 8,11; 24,57; 29,2.3
mouth (of pers.) Gn 8,11; id. (of anim.) Nm 22,28; mouth as an organ of speech Gn 41,40; mouth, entrance (of a well) Gn 29,3; id. (of a cave) Jos 10,18; id. (of a den) Dn 6,18; mouth, fissure Gn 4,11; edge (of a sword) Jos 6,21; person Gn 24,57
στόμα λέοντος jaws of a lion Ps 21(22),22; στόμα κατὰ στόμα λαλήσω αὐτῷ I shall speak to him face to face Nm 12,8; οὗ ἔπλησεν τὴν Ιερουσαλημ στόμα εἰς στόμα he filled Jerusalem with it from one end to the other (semit., rendering MT ר־מלאשׁא לפה פה לםשׁאת־ירו) 2 Kgs 21,16, see also Ezr 9,11
*Jgs 14,8 ἐν τῷ στόματι in the mouth corr. ἐν τῷ σώματι for MT בגוית גויה in the body, in the carcass, see also 14,9, cpr. Ez 3,3
Cf. HARL 1984a=1992a 39.40; LEE, J. 1983, 51; WEVERS 1993, 371; →TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στόμα — mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • στόμα — το 1. άνοιγμα στο κεφάλι των ζώων και του ανθρώπου, απ΄ όπου εισάγονται οι τροφές: Άνοιξε το στόμα σου να σου δώσω το φάρμακο. 2. ομιλία, τρόπος ομιλίας: Έχει άσκημο στόμα. 3. φρ., «Κλείσε το στόμα σου», πάψε να μιλάς. 4. στόμιο, άνοιγμα: Στόμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. — ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. См. От избытка сердца глаголют уста …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στόμ' — στόμα , στόμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσι — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσιν — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτοιν — στόμα mouth neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτων — στόμα mouth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμα — στόμα mouth neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύματα — στόμα mouth neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc pl στύ̱ματα , στῦμα priapism neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”